- χαρτώος
- -ον, θηλ. και -ῷα, Μχάρτινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + κατάλ. -ῷος (πρβλ. προικ-ῷος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρώος — ἐρυθρῷος και ἐρυθρῷος, ον (Μ) ερυθρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός κατά τα επίθ. σε ῴος (πρβλ. χαρτῴος)) … Dictionary of Greek
ψευδοχαρτώον — τὸ, Μ πλαστό έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χαρτῷος «χάρτινος»] … Dictionary of Greek